- υπομίγνυμι
- και ὑπομείγνυμι Α [μίγνυμι / μείγνυμι]1. προσθέτω κάτι με ανάμιξη, αναμιγνύω σε κάτι («ἐξ ὀξέος καὶ ἁλμυροῡ ξυνθεὶς ζύμωμα ὑπομείξας αὐτοῑς», Πλάτ.)2. μτφ. α) (αμτβ.) πλησιάζω μια περιοχή χωρίς να γίνω αντιληπτός («ὡς εἶχον τάχους ὑπομείξαντες τῇ Χερσονήσῳ παρέπλεον», Θουκ.)β) (μτβ.) προσθέτω ένα καινούργιο στοιχείο («τοῡ καλοῡ Ἀγάθωνος, ὃν πρῶτον εἰς τραγῳδίαν φασὶν ἐμβαλεῑν καὶ ὑπομεῑξαι τὸ χρωματικόν», Πλούτ.)3. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ ὑπομεμ(ε)ιγμένονμίγμα.
Dictionary of Greek. 2013.